- γυμναστικός
- γυμναστικόςfond of athletic exercisesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυμναστικός, -ή — ό αυτός που έχει σχέση με τη γύμναση: Γυμναστικός σύλλογος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυμναστικά — γυμναστικός fond of athletic exercises neut nom/voc/acc pl γυμναστικά̱ , γυμναστικός fond of athletic exercises fem nom/voc/acc dual γυμναστικά̱ , γυμναστικός fond of athletic exercises fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμναστικώτερον — γυμναστικός fond of athletic exercises adverbial comp γυμναστικός fond of athletic exercises masc acc comp sg γυμναστικός fond of athletic exercises neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμναστικωτέρων — γυμναστικός fond of athletic exercises fem gen comp pl γυμναστικός fond of athletic exercises masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμναστικῶν — γυμναστικός fond of athletic exercises fem gen pl γυμναστικός fond of athletic exercises masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμναστικόν — γυμναστικός fond of athletic exercises masc acc sg γυμναστικός fond of athletic exercises neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμναστικώτατον — γυμναστικός fond of athletic exercises masc acc superl sg γυμναστικός fond of athletic exercises neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμναστικαί — γυμναστικός fond of athletic exercises fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμναστικοῖς — γυμναστικός fond of athletic exercises masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμναστικοῖσι — γυμναστικός fond of athletic exercises masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)